Εδώ και καιρό υφέρπει το ερώτημα: μα ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι Αγανακτισμένοι;
Οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί ανάλογα με το επιχείρημα που θέλει να θέσει κανείς είναι οι εξής:
1. Είναι άφρονες και αλλόφρονες, γραφικοί οι οποίοι ουκ οίδα σι τι ποιούσι, που μαζεύονται κυρίως για να εκτονώσουν την οργή τους.
2. Είναι τα χτεσινά μικρολαμόγια που θίχτηκε η ζαχαρένια τους και ζητάνε πίσω τα κεκτημένα.
3. Είναι οι βολεματίες που δεν έχουν πια λεφτά να αντικαταστήσουν τον καναπέ που έσπασε από την εντατική χρήση και κλαίνε κι οδύρονται.
4. Είναι συριζαίοι, συνασπισμένοι και λοιποί φτωχοί συγγενείς της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που βγήκαν παγανιά μπας και μαζέψουν κάνα ψηφαλάκι.
5. Είναι αναρχικοί μπαχαλάκηδες οι οποίοι όπου γάμος και χαρά είναι πρώτοι.
6. Είναι ακροδεξιοί και νεοφασίστες που γουστάρουν εκτροπή.
Είναι προφανές σε ποιες θεωρίες παραπέμπει κάθε μια από τις παραπάνω επιλογές. Άλλες επικεντρώνουν στο θυμικό προσφέροντας ψυχολογίστικες ερμηνείες κι άλλες επιδίδονται σε αμφίβολους κοινωνιολογισμούς. Όλες όμως έχουν μια κοινή συνισταμένη: αναφέρονται σε μια μικροπολιτική, στη λογική των συμφερόντων, της μηχανορραφίας, των σκοτεινών ή έωλων προθέσεων.
Οι Αγανακτισμένοι δεν είναι τίποτα απ’ τα παραπάνω. Είναι ο φοιτητής που σπουδάζει ανόρεχτα σ’ ένα πανεπιστήμιο της συμφοράς ένα αντικείμενο που ουσιαστικά δεν επέλεξε, δεν αγαπά και δεν του εξασφαλίζει κανένα μέλλον. Είναι ο πατέρας του φοιτητή που αξιώνει να δει τον παιδί του να γίνεται «κάποιος» αλλά στενάζει κάτω από το βάρος της «δημόσιας και δωρεάν» παιδείας. Είναι η μάνα του φοιτητή που κρατάει κρυφά τεφτέρια, που κάνει «το κουμάντο της» όπως λέγανε παλιά, για να μην πολυκαταλάβουν τα παιδιά ότι οι γονείς τους είναι πια αδύναμοι να τα στηρίξουν. Είναι η αδελφή του φοιτητή που δούλευε πωλήτρια με εξοντωτικά ωράρια και εξευτελιστικά χρήματα και τώρα είναι άνεργη. Είναι ο φίλος του φοιτητή που είχε στήσει με τα χίλια βάσανα ένα μικρομάγαζο και τώρα προσπαθεί να ξορκίσει την ιδέα να πηδήξει από κάνα μπαλκόνι επειδή χρωστάει στις τράπεζες και στην εφορία τόσα που ούτε τα εγγόνια του δεν θα μπορούν να ξεπληρώσουν.
Τι είναι όλοι αυτοί λοιπόν; Δεν είναι άλλο από την περίφημη «μεσαία τάξη» με τα μικροαστικά ήθη που έχει χρεωθεί όλο το βάρος. «Μα αυτοί δεν είναι ιδεολόγοι» θα πείτε. Μα ποιος χρεώνεται την ευθύνη της μεταπολιτευτικής αποϊδεολογικοποίησης αν όχι το ΠΑΣΟΚ που θα πρέπει να ντρέπεται διαβάζοντας το ίδιο τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, αν όχι η ΝΔ που μπροστά στο όραμα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού πουλάει και τη μάνα της, αν όχι το ΚΚΕ που επιμένει να διαβιεί σαν μοναχική πεταλίδα γαντζωμένη στο βράχο και ξέχασε (αν το ήξερε ποτέ) πώς να συνομιλεί με την κοινωνία; «Μα αυτοί ακριβώς ήταν οι βολεμένοι του χτες» θα πείτε. Γιατί, οι επαναστάτες και οι αντιρρησίες εν γένει οφείλουν να παράσχουν πιστοποιητικό εξεγερσιακών φρονημάτων; Εξάλλου, ποιος τους βόλεψε αν όχι η γλυκιά νανουριστική φωνή της τηλεόρασης, αν όχι ο συστηματικός στραγγαλισμός της πρωτοβουλίας από τις λογικές του τύπου «έλα μωρέ σώπα τώρα, ας ροκανίσουμε καμιά ευρωπαϊκή επιδότηση κι αύριο έχει ο θεός», λογικές τις οποίες πριμοδότησε λυσσαλέα το πελατειακό κράτος; «Μα αυτοί δε θέλουν παρά την παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος» θα πείτε. Αυτό πού το ξέρετε; Τους ρωτήσατε; Και τότε γιατί όταν λένε τα περίεργά τους περί «άμεσης δημοκρατίας» τα αντιπαρέρχεστε ως γραφικές ουτοπίες; Μήπως αυτό είναι δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Θα κάνω όμως τον δικηγόρο του διαβόλου και θα πω ότι οι Αγανακτισμένοι είναι ΚΑΙ όλοι όσοι ανέφερα στην αρχή. Ε, και; Μήπως η κοινωνία θα πρέπει κάποτε να ξυπνήσει και να παρατήσει τις δικαιολογίες για δήθεν στεγανά και διαχωριστικές γραμμές και να κάνει επιτέλους έναν ανοιχτό διάλογο; Για παράδειγμα, όντως κάποιοι στήνουν κρεμάλες στο Σύνταγμα. Μήπως αντί να υπεκφεύγουμε και να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, είναι ώρα να τοποθετηθούμε ευθέως απέναντι σε αυτό και σε τόσα άλλα; Θέλουμε κρεμάλες στο Σύνταγμα κυρίες και κύριοι; Το θετικό αυτής της εποχής, είναι ότι μας εξωθεί να γίνουμε και πάλι πολιτικά υποκείμενα, να μορφώσουμε δηλαδή γνώμη και άποψη και να την καταθέσουμε στο τραπέζι. Οι φυγοδικίες του τύπου «εγώ δεν εντάσσομαι σ’ αυτό το παρδαλό πλήθος και κοιτάω τη δουλειά μου» δεν μπορούν πια να αντέξουν, γιατί σύντομα όλοι μας θα ανακαλύψουμε ότι δεν έχουμε καμιά άλλη δουλειά πέρα από το να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα κατάφατσα.
Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι είναι εξαιρετικά προβληματικός ο σαρωτικός, ολοκληρωτικός λόγος που συμφηφίζει άκριτα τους δίκαιους και τους άδικους. Βεβαίως μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού έβαλε το χέρι στο βάζο με το μέλι, ενίσχυσε και νομιμοποίησε άθλιες πρακτικές των κρατούντων. Ωστόσο υπάρχει και κόσμος έξω απ’ όλο αυτό και είναι πολύς. Κόσμος που είτε δεν ήθελε (δηλαδή είχε ηθική στάση), είτε δεν μπορούσε (δηλαδή ήταν αποκλεισμένος) να συμμετέχει στο «πάρτυ» της γενικευμένης ασυδοσίας. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε λοιπόν είναι να διαχωρίσουμε στο νου μας αυτές τις δυο κατηγορίες. Το δεύτερο όμως δεν είναι να στήσουμε ικριώματα για την πρώτη, αλλά να την δεχτούμε σαν το κακομαθημένο παιδί που οφείλει να πάει ένα βήμα παραπέρα από τις έξεις του. Κι αυτό το λέω, γιατί αν πολλοί δεν διαχωρίζουν τους μεν από τους δε, άλλοι τόσοι κάνουν κάτι πολύ πιο επικίνδυνο: καλλιεργούν εμφυλοπολεμικό λογο, ρίχνοντας αυθαίρετα την υπαιτιότητα σε κάποια κοινωνική ομάδα (π.χ. δημόσιους υπαλλήλους, ελεύθερους επαγγελματίες, κτλ) κι όποιον πάρει ο χάρος…
Για το τέλος κρατάω μια κατηγορία ανθρώπων που ως σήμερα τους είχαμε γραμμένους στα παλιά μας τα παπούτσια και τους βλέπαμε λίγο πολύ σαν κλόουν: τους οραματιστές, εκείνους που τολμούσαν να αρθρώνουν σε δημόσιο λόγο τα πιο τρελά τους όνειρα, εκείνους τους οποίους δαχτυλοδείχναμε στα παιδιά μας για να μην γίνουν σαν κι αυτούς, για να «προκόψουν» στο λαμπρό τεχνοκρατικό, γραφειοκρατικό, γερασμένο, μίζερο σύμπαν μας. Ε λοιπόν, τώρα βλέπω πολλά από τα παιδιά μας να κυκλοφοράνε με το βλέμμα «μολυσμένο» από αυτήν την ιερή τρέλα, το θάρρος και το θράσος να τρέφουν όνειρα σε έναν κόσμο που μισεί τα όνειρα, την αποκοτιά να ελπίζουν σε έναν κόσμο που προσκυνά την απελπισία και τη δυστυχία. Μόνο και μόνο αυτά τα παιδιά θα ήταν επαρκής λόγος να κατέβουμε λίγο από το βάθρο των βεβαιοτήτων μας και να μπούμε σε κοινωνικό διάλογο. Γιατί «πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, οι κραυγές. Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου